ζουρλαίνω — ζουρλαίνω, ζούρλανα βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζουρλαίνω — [ζουρλός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω, μουρλαίνω («τόν ζούρλαναν από το ξύλο») 2. ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω 3. προξενώ σε κάποιον υπερβολική χαρά («τόν ζούρλανε με τα νέα που τού έφερε») … Dictionary of Greek
λωλαίνω — και λωλώνω (Μ λωλαίνω και λωλώνω) [λωλός] 1. τρελαίνω κάποιον, τόν κάνω ανόητο, τόν ζουρλαίνω 2. παθ. παραφρονώ, τρελαίνομαι («με τόσα βάσανα που πέρασε λωλάθηκε στο τέλος») 3. ενοχλώ κάποιον ώς το σημείο τής παραφροσύνης («μέ λώλανες πια με το… … Dictionary of Greek
μουρλαίνω — [μούρλος] 1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, ζουρλαίνω 2. μτφ. α) εκνευρίζω, παροξύνω («μέ μούρλανες με τις φωνές του») β) ερεθίζω, ζαλίζω («τόν μούρλανε με τα χάδια της») 3. παθ. μουρλαίνομαι κάνω σαν τρελός, εξίσταμαι («μουρλάθηκε από τη χαρά… … Dictionary of Greek
βουρλίζω — ισα, ίστηκα, βουρλισμένος 1. ερεθίζω, τρελαίνω, ζουρλαίνω κάποιον: Με βουρλίζεις μ’ αυτά που μου λές. 2. το μέσ., βουρλίζομαι γίνομαι έξω φρενών, έξαλλος: Βουρλίστηκα απ’ την ειρωνεία σου. 3. με κυριεύει σφοδρή επιθυμία: Δε βουρλίζομαι να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)